“Μέσα σε ένα εικοσιτετράωρο είχαν γίνει πράγματα που επιφανειακώς φαινόντουσαν άσχετα και που είχαν έναν κοινό σύνδεσμο. Ένας θάνατος. Ο Ελβετός είχε σκοτωθεί από το αυτοκίνητο και τον σωφέρ του Ράινερ. Μια κλοπή. Χωρίς να κλαπεί τίποτε. Μια γυναίκα που φοβόταν. Και η γυναίκα είχε ραντεβού με τον φίλο του Ράινερ. Πίσω από όλα αυτά τα επιφανειακώς άσχετα γεγονότα υπήρχε πάντοτε η σκιά του Γερμανού. Το τρίγωνο αποκτούσε την τρίτη του πλευρά.

Για πρώτη φορά άρχισα να σκέπτομαι στα σοβαρά πως το δυστύχημα μπορούσε να είναι μια δολοφονία. Αλλά γιατί; Τι ζητούσαν αυτοί οι τέσσερις τόσο διαφορετικοί άνθρωποι – ο Ράινερ, η χήρα, ο Μοντάν κι ο Μεξικανός– στο Ναύπλιο ; Τί τους ένωνε και τι τους χώριζε ; Έπρεπε να ’ναι κάτι πολύ σοβαρό ώστε να φτάσει ώς το θάνατο.”

TΡΕΙΣ ΝΟΥΒΕΛΕΣ ΚAI EΝΑ ΔΙΗΓΗΜΑ του Γιάννη Μαρή, όλα ανέκδοτα έως σήμερα σε βιβλίο, προσφέρουν στον αναγνώστη ένα μικρό πανόραμα Μαρή, με τα θέματα, τους χαρακτήρες και την πλοκή των λαϊκών ιστοριών του.

Είναι όλα δημοσιευμένα για πρώτη φορά σε εφημερίδες και περιοδικά μεταξύ του 1960 και του 1962, μιας πολύ παραγωγικής τριετίας του συγγραφέα.

Το “Φεστιβάλ του θανάτου” διαδραματίζεται με φόντο το Αρχαίο Θέατρο της Επιδαύρου, το Ναύπλιο και το Μπούρτζι. Ο πρωταγωνιστής, alter ego του Μαρή, που έχει « γράψει κάμποσα σενάρια με αξιοθαύμαστη εμπορική επιτυχία » και παρακολουθεί τα γυρίσματα μιας ταινίας για την οποία έχει γράψει το σενάριο, κάνοντας διάλειμμα από τη δημοσιογραφική δουλειά του, εμπλέκεται σε μια ιστορία φόνου, απαγωγών και αναζήτησης κρυμμένου θησαυρού των Εβραίων της Κατοχής στην Ελλάδα, θέμα που συχνά έχει απασχολήσει τον συγγραφέα.

Ο Μαρής είναι ίσως ο πρώτος συγγραφέας που πρώιμα ασχολείται με αυτά τα ζητήματα στην Ελλάδα.

Το διήγημα “Δωμάτιο Νο 11” παρουσιάζει έναν δημοσιογράφο, μια καυτή μέρα του Αυγούστου στον Θεσσαλικό κάμπο, που διανυκτερεύει στο « στοιχειωμένο» δωμάτιο ενός ξενοδοχείου. Είναι γραμμένο στο ύφος των διηγημάτων τρόμου και υπερφυσικού του 19ου αιώνα – αποτελώντας κάπως εξαίρεση στη θεματική του Μαρή.

Το “Τελευταίο καλοκαίρι” είναι μια εκτενής νουβέλα στο μέγεθος μικρού μυθιστορήματος. Εδώ παρουσιάζεται ο παθιασμένος έρωτας ενός γοητευτικού, ώριμου, πετυχημένου γιατρού με μια κατά πολύ νεότερή του ακροβάτισσα και η αναμενόμενη δραματική εξέλιξή του. «Σύγχρονο κοινωνικό αθηναϊκό μυθιστόρημα» αναγράφεται στη δημοσίευσή του.

Ο “Τρίτος δρόμος” κλείνει τον τόμο με μια ιστορία πλαστοπροσωπίας –συχνό μοτίβο στον Μαρή–, σκηνοθετημένου φόνου και εκβιασμού.

Λίγα λόγια για τον συγγραφέα:

Γιάννης Μαρής (1916-1979). Ο Γιάννης Μαρής (λογοτεχνικό ψευδώνυμο του Γιάννη Τσιριμώκου), γιος δικαστικού, γεννήθηκε στη Σκόπελο. Καταγόταν από γνωστή οικογένεια της Φθιώτιδας με παράδοση στο χώρο της πολιτικής. Μεγάλωσε στη Λαμία. Αποφοίτησε από τη Νομική Σχολή του Πανεπιστημίου Αθηνών και εργάστηκε στην Αγροτική Τράπεζα της Ελλάδος. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής ίδρυσε την Ένωση Λαϊκής Δημοκρατίας (Ε.Λ.Δ.) από κοινού με τους Ηλία Τσιριμώκο και Σταύρο Κανελλόπουλο, οργάνωση που συμμετείχε στο ΕΑΜ, στης οποίας το δημοσιογραφικό όργανο “Μάχη” διετέλεσε αρχισυντάκτης και αρθρογράφος. Από το 1945 ασχολήθηκε επαγγελματικά με τη δημοσιογραφία. Το 1950, μετά τις αποκαλύψεις της εφημερίδας για το στρατόπεδο της Μακρονήσου, δικάστηκε και κλείστηκε στις φυλακές των Βούρλων στη Δραπετσώνα. Αποφυλακίστηκε χάρη στην παρέμβαση της Σοσιαλιστικής Διεθνούς και του πολιτικού ηγέτη Αλέξανδρου Σβώλου. Συνεργάστηκε με τα έντυπα “Προοδευτικός Φιλελεύθερος”, “Νέα Γραμμή”, “Ελεύθερος Λόγος”, “Αθηναϊκή”, “Ακρόπολις”, “Απογευματινή” και το περιοδικό “Πρώτο”. Στο χώρο της λογοτεχνίας πρωτοεμφανίστηκε το 1953 με το μυθιστόρημα “Έγκλημα στο Κολωνάκι”, που δημοσιεύτηκε σε συνέχειες στο περιοδικό “Οικογένεια”. Η επιτυχία του μυθιστορήματος, που εκδόθηκε σε βιβλίο από τις εκδόσεις “Ατλαντίς”, τον ώθησε να συνεχίσει το γράψιμο και έτσι, στο περιθώριο της δημοσιογραφικής δουλειάς του, κατάφερε να γράψει περίπου πενήντα αστυνομικά αφηγήματα, είκοσι σενάρια για τον κινηματογράφο και την τηλεόραση και δύο θεατρικά έργα (“Ο κύριος 5%”, που παρουσιάστηκε από το θίασο του Ντίνου Ηλιόπουλου και “Ποιος είναι ο Λύσσανδρος”, που παρουσιάστηκε από τον θίασο των Ευθυμίου-Μαυροπούλου-Παπαγιαννόπουλου, και τα δύο σε συνεργασία με τον Δ.Κ. Ευαγγελίδη). Όπως σημειώνει ο συγγραφέας Φίλιππος Φιλίππου στην εφημερίδα “Το Βήμα”, […] “Δημιουργός ολόκληρης σχολής συγγραφέων αστυνομικών ιστοριών, ο Γιάννης Μαρής χρησιμοποιούσε την αστυνομική πλοκή ως πρόσχημα. Αυτό που τον ενδιέφερε πραγματικά ήταν η ατμόσφαιρα, το περιβάλλον, οι ανθρώπινες σχέσεις, δημιουργώντας ζωντανούς χαρακτήρες, αποτέλεσμα της συνεχούς παρατήρησης των προσώπων με τα οποία ήρθε σε επαφή στη διάρκεια της πολυετούς του καριέρας. Χαρακτηριστικός ανθρώπινος τύπος του Μαρή και βασικός ήρωας στα περισσότερα βιβλία του, ο αστυνόμος Μπέκας, κοντόχοντρος με ασήμαντη εμφάνιση, δεν ανήκει στους τύπους της νυχτερινής αθηναϊκής ζωής. Είναι υποδειγματικός οικογενειάρχης, δεν έχει διαβάσει ποτέ ποίηση αλλά “τον Βάρναλη τον έχει ακουστά”, και πιστεύει ότι “οι ιδιωτικοί αστυνομικοί είναι για τις ταινίες του κινηματογράφου και τα μυθιστορήματα· χωρίς τον μηχανισμό της αστυνομίας πίσω σου είσαι άοπλος, αδύναμος, γυμνός…”” Ο Γιάννης Μαρής πέθανε στην Αθήνα το 1979.