Μια παρέα παιδιών περνάει τις καλοκαιρινές της διακοπές στην Αίγινα. Εκεί τους επισκέπτεται μια οικογενειακή φίλη από τη Γαλλία, η οποία δουλεύει ως βοηθός ενός ψυχιάτρου στο Παρίσι. Αποστολή της είναι να ανακαλύψει κάποια στοιχεία που επαναλαμβάνει ένας Γερμανός ασθενής, ο οποίος πάσχει από αμνησία μετά την έκρηξη μιας νάρκης που πάτησε στην Αίγινα κατά τη διάρκεια του Β΄ Παγκοσμίου πολέμου. Λέξεις σκόρπιες που προσπαθούν τα παιδιά να ενώσουν για να βγάλουν νόημα. Ώσπου επισκέπτονται στη Βαγία την οικογένεια Χαλδαίου, στο σπίτι της οποίας έμενε ο Χανς στη διάρκεια του πολέμου. Εκεί μαθαίνουν πως ο Χανς έχει κλέψει από την οικογένεια χρυσές λίρες. Έτσι αρχίζει η αναζήτηση ενός χαμένου θησαυρού, που οδηγεί τα παιδιά στις μέρες της γερμανικής κατοχής και σε μια αξέχαστη περιπέτεια…

Η εικονογράφηση και μεταφορά του βιβλίου γίνεται από τον ταλαντούχο δημιουργό κόμικ Κανέλλο Μπίτσικα (καλλιτεχνικό ψευδώνυμο Kanellos COB), με την επιμέλεια του Γιώργου Γούση.

Λίγα λόγια για τη συγγραφέα:

Η Ζωρζ Σαρή γεννήθηκε στις 22 Αυγούστου 1923 στην Αθήνα από Γαλλίδα μητέρα και Έλληνα πατέρα. Κατά τη διάρκεια της γερμανικής κατοχής άρχισε να φοιτά στη Δραματική Σχολή του Δημήτρη Ροντήρη. Αργότερα, στο Παρίσι, συνέχισε να παρακολουθεί μαθήματα υποκριτικής στη σχολή του Σαρλ Νιτλέν. Το 1962 επέστρεψε στην Ελλάδα όπου συνέχισε να παίζει στο θέατρο και στον κινηματογράφο. Η συγγραφική της καριέρα άρχισε το 1969 με το “Θησαυρό της Βαγίας”, ένα μυθιστόρημα που ξεκίνησε σαν παιχνίδι με τα παιδιά της και τους φίλους τους και το οποίο είχε και εξακολουθεί να έχει μεγάλη εκδοτική επιτυχία. Από το 1969 είχε γράψει μυθιστορήματα για παιδιά και εφήβους, νουβέλες, θεατρικά παιδικά έργα και ιστορίες για μικρά παιδιά. Επίσης στο ενεργητικό της έχει δεκατέσσερις μεταφράσεις μυθιστορημάτων από τα γαλλικά. Όλα τα βιβλία της έχουν κάνει αρκετές επανεκδόσεις και μερικά από αυτά έχουν βραβευτεί. Το 1994 βραβεύτηκε με το Κρατικό Βραβείο Παιδικού Λογοτεχνικού Βιβλίου καθώς και από τον Κύκλο Ελληνικού Παιδικού Βιβλίου, ο οποίος τη βράβευσε ξανά το 1999. Επίσης το 1988 προτάθηκε για το βραβείο Χ.Κ. Άντερσεν. Έφυγε από τη ζωή στα 87 της χρόνια, στις 9 Ιουνίου 2012. Με την ευκαιρία της επανέκδοσης της συλλογής διηγημάτων με τίτλο «Η αντιπαροχή» η Μάρω Δούκα γράφει: «Η Ζωρζ Σαρή δεν χρειάζεται συστάσεις. Από τα χρόνια της εφηβείας δυναμική, μαχόμενη, ευφάνταστη. Σταθμός στη σύγχρονη παιδική και νεανική λογοτεχνία. Με το γλαφυρό ύφος, τον πειστικό, άμεσο, στοχαστικό λόγο της. Γενιές και γενιές γαλουχήθηκαν με τα μυθιστορήματά της. Χιλιάδες μαθητές στερέωσαν μέσα από τα βιβλία της, μαζί με τα πρώτα τους γράμματα, τη σχέση τους με την ιστορία και τον κόσμο. Έμαθαν ποιος είναι ο πόλεμος, ποια η ειρήνη. Πώς εννοείται ο αγώνας για την ελευθερία, τη δημοκρατία, τη χαρά της ζωής. Τι σημαίνει πίστη στον άνθρωπο και τις διαχρονικές αξίες του. Από το πρώτο της μυθιστόρημα “Ο Θησαυρός της Βαγίας” (1969) και έως το “Γράμμα από την Οδησσό” (2005), αυτοβιογραφούμενη πάντα η Ζωρζ Σαρή μεταποιεί τις εμπειρίες και τα βιώματά της σε μυθοπλαστικές αφηγήσεις ικανές να συναρπάσουν μικρούς και μεγάλους. Με την ειλικρίνεια, το χιούμορ, την ευθύτητα απέναντι στη ζωή, παιδαγωγός χωρίς διδακτισμό, στην υπηρεσία του πραγματικού, του καθημερινού, του ανθρώπινου.» Ακόμα και όσοι δεν γνώρισαν από κοντά την ίδια, μπορούν πάντα να τη συναντήσουν μέσα από τα μυθιστορήματά της. Όπως εδώ, σε ένα χαρακτηριστικό απόσπασμα από το «Όταν ο ήλιος»: «Η Ζωή θέλει να την αγαπάνε. Να την αγαπάνε χωρίς παζαρέματα, πολύ και αλογάριαστα. Μικρή κατάλαβε πως για να τα καταφέρει, έπρεπε πρώτα ν΄ αγαπήσει αυτή τους ανθρώπους ή τουλάχιστον να κάνει πως τους αγαπά… Αγαπούσε όπως πεινούσε, όπως διψούσε, όπως πονούσε, όπως γελούσε. Το δίχτυ της Ζωής ήταν σοφά πλεγμένο. Είχε κι άλλες κλωστές πολύ γερές. Άνοιγε τις χούφτες της και σκόρπιζε το παιδικό της βιος. Χάριζε τα βιβλία της, τα μολύβια της, τις πέννες της, τις ζωγραφιές της, τα παιχνίδια της. Κρυφά από τους δικούς της χάρισε το χρυσό σταυρό της, το δαχτυλιδάκια της, μια παλιά καρφίτσα της γιαγιάς. Έψαχνε στα συρτάρια, κάτι να βρει ακόμα, να το χαρίσει κι αυτό, να γίνει ένας παραπανίσιος κρίκος στην αλυσίδα που θα την έδενε με τους ανθρώπους. Αγωνιζόταν. Η λαχτάρα της γινόταν ορμητικό ποτάμι και παράσερνε τα εμπόδια. Όχι, όχι δεν ήτανε παιχνίδι. Ήταν αγωνία. Παιδιάστικη αγωνία. Η μητέρα το ‘χε καταλάβει και της παραστεκότανε χωρίς πολλά λόγια. Ένιωθε τη μοναξιά που τρόμαζε το παιδί της, ίσως γιατί την ήξερε, τη φοβόταν. Έλεγε στη Ζωή: “Να εμπιστεύεσαι τον άνθρωπο. Ο άνθρωπος είσαι ‘συ».