«Είναι η µοίρα κάθε ανθρώπου» γράφει ο Σακς «να είναι µοναδικός, να ακολουθεί το δικό του µονοπάτι, να ζει τη δική του ζωή, να βιώνει τον δικό του θάνατο». Τα τέσσερα αυτά δοκίµια συναποτελούν µια ωδή στη µοναδικότητα του κάθε ανθρώπου και στην ευγνωµοσύνη για το δώρο της ζωής. Κανείς άλλος συγγραφέας δεν έχει καταφέρει να αποδώσει το δράµα της αρρώστιας µε τόση ειλικρίνεια και ευγλωττία όση ο Όλιβερ Σακς. Τους τελευταίους µήνες της ζωής του έγραψε µια σειρά από δοκίµια που προκαλούν συγκίνηση, καθώς διερευνούν τα συναισθήµατά του για την ολοκλήρωση της ζωής του και τη συµφιλίωση µε τον ίδιο του τον θάνατο.

«O Σακς αγαπούσε την περιπέτεια και τις επιστήµες. Στις δύσκολες στιγµές έβρισκε παρηγοριά στα στοιχεία του περιοδικού πίνακα. Την περίοδο πριν τον θάνατό του, συγκέντρωσε και πάλι γύρω του, όπως όταν ήτανε παιδί, µέταλλα και ορυκτά ως µικρά σύµβολα αιωνιότητας. Στο γραφείο του κεντρική θέση κατείχε το στοιχείο αρ. 82 (µόλυβδος), ενθύµιο των ογδοηκοστών δεύτερων γενεθλίων του, µαζί µε το βισµούθιο, το στοιχείο αρ. 83, για τα επόµενα γενέθλια, που δεν πρόλαβε να γιορτάσει. Την έµφυτη επιστηµονική περιέργειά του κέντρισε ακόµη και η αρρώστια του. Όµως, σε αντίθεση µε άλλους συγγραφείς που έκαναν ρεπορτάζ από το µέτωπο του επικείµενου θανάτου τους, ο Σακς δεν εστίασε στην ασθένεια, στις ταλαιπωρίες που περνούσε ή στη µεταφυσική, αλλά στο “τι σηµαίνει να ζει κανείς µια καλή και αξιόλογη ζωή, να πετυχαίνει µια αίσθηση εσωτερικής ηρεµίας”. Αυτή την ηρεµία ο Σακς δεν την κατέκτησε απλώς, αλλά κατάφερε να τη µεταδώσει µε εξαίσιο τρόπο στα τελευταία κείµενά του. Βρήκε θετικούς τρόπους σκέψης για όλα, συµπεριλαµβανοµένης της δικής του αυξανόµενης αδυναµίας. Στις τελευταίες σελίδες του βιβλίου, µάλιστα, αφήνει την εντύπωση ότι διανύει πια την έβδοµη ηµέρα της ζωής, “όταν πια νιώθουµε ότι η δουλειά µας έχει τελειώσει κι ότι µπορούµε πλέον να αναπαυθούµε µε ήσυχη συνείδηση”. Το µικρό αυτό βιβλίο αφήνει εντέλει τους αναγνώστες µε µια αίσθηση γαλήνης και ευγνωµοσύνης». The Washington Post

«Ο Όλιβερ Σακς δεν έµοιαζε µε κανέναν άλλο γιατρό ή συγγραφέα. Τον προσέλκυαν τα άσυλα για τους αρρώστους, τα ιδρύµατα για άτοµα µε ευπαθή υγεία και αναπηρία, η συντροφιά των “περίεργων” και των “αφύσικων”. Ήθελε να ατενίζει την ανθρωπότητα στην πολυµορφία της µε τον δικό του, σχεδόν αναχρονιστικό, τρόπο – πρόσωπο µε πρόσωπο, βήµα βήµα, µακριά από τον ολοένα αναπτυσσόµενο κόσµο των υπολογιστών και των αλγορίθµων. Και µέσα από τη γραφή του µας έδειξε αυτά που ο ίδιος έβλεπε». Ατούλ Γκαουάντε, συγγραφέας του βιβλίου Εµείς οι θνητοί (Πανεπιστηµιακές Εκδόσεις Κρήτης, 2016)

Λίγα λόγια για το συγγραφέα:

Ο Oliver Sacks γεννήθηκε το 1933 στο Λονδίνο. Σπούδασε στο Queens College της Οξφόρδης. Από το 1965 ζούσε στη Νέα Υόρκη. Ήταν κλινικός καθηγητής νευρολογίας στο Albert Einstein College of Medicicne και στο NYU School of Medicine. Είχε τιμηθεί με πολλές και μεγάλες διεθνείς διακρίσεις. Τακτικός συνεργάτης στο “The New Yorker”, στο “The New York Review of Books”, καθώς και σε πολλά ιατρικά περιοδικά. Οι New York Times αποκάλεσαν τον Δρα Σακς “the poet laureate of medicine”. Είχε δημοσιεύσει δέκα βιβλία: “Migraine” (1970), “Awakenings” (1973 – “Ξυπνήματα”), “A Leg to Stand On” (1984), “The Man who Mistook his Wife for a Hat” (1985 – “Ο άνθρωπος που πήρε τη γυναίκα του για καπέλο”), “Seeing Voices: A Journey into the World of the Deaf” (1989), “An Anthropologist on Mars: Seven Paradoxical Tales” (1995), “The Island of the Colorblind” (1996), “Uncle Tungsten: Memories of a Chemical Boyhood” (2001), “Oaxaca Journal” (2002) και Μusicophilia” (2007). Τα βιβλία του έχουν μεταφράσει σε 22 γλώσσες και έχουν πουλήσει εκατομμύρια αντίτυπα σε όλον τον κόσμο. Σε κείμενα και βιβλία του έχουν βασιστεί για θεατρικές παραστάσεις ο Harold Pinter και ο Peter Brook, ενώ το “Αwakenings” (“Ξυπνήματα”) γυρίστηκε ταινία με τον Robert De Niro και τον Robin Williams.